κραιπνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κραιπνοφόρος:''' быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).
|elrutext='''κραιπνοφόρος:''' быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνοφόρος Medium diacritics: κραιπνοφόρος Low diacritics: κραιπνοφόρος Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kraipnophóros Transliteration B: kraipnophoros Transliteration C: kraipnoforos Beta Code: kraipnofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.