δυσαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσαπόδεικτος:''' трудно доказуемый Plat.
|elrutext='''δυσαπόδεικτος:''' трудно доказуемый Plat.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]απόδεικτος, ον <i>adj</i> [[ἀποδείκνυμι]]<br />[[hard]] to [[demonstrate]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδεικτος Medium diacritics: δυσαπόδεικτος Low diacritics: δυσαπόδεικτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapódeiktos Transliteration B: dysapodeiktos Transliteration C: dysapodeiktos Beta Code: dusapo/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to demonstrate, Pl.R.488a.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.

Greek Monotonic

δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπόδεικτος: трудно доказуемый Plat.

Middle Liddell

δυσ-απόδεικτος, ον adj ἀποδείκνυμι
hard to demonstrate, Plat.