κατακίρνημι: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(2b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakirnimi | |Transliteration C=katakirnimi | ||
|Beta Code=kataki/rnhmi | |Beta Code=kataki/rnhmi | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κατακεράννυμι]], in Pass., Longin.15.9, <span class="title">AP</span>9.362.12, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">in Nic.</span>p.119P.</span>:—also κατακηλ-κιρνάω, <span class="bibl">Id.<span class="title">Protr.</span>21</span>.ισ.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:55, 10 December 2020
English (LSJ)
A = κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.
Greek Monolingual
κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κατακίρνημι: (только pass. κατακίρνᾰμαι) Anth. = κατακεράννυμι.