ἀγχίπτολις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(1)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀγχίπτολις:''' εως, ион. ιος adj. = [[ἀγχίπολις]].
|elrutext='''ἀγχίπτολις:''' εως, ион. ιος adj. = [[ἀγχίπολις]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[ἀγχίπολις]], near the [[city]], [[dwelling]] [[hard]] by, Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 12:35, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.

Spanish (DGE)

v. ἀγχίπολις.

Greek Monotonic

ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίπτολις: εως, ион. ιος adj. = ἀγχίπολις.

Middle Liddell


poet. for ἀγχίπολις, near the city, dwelling hard by, Aesch., Soph.