ἀμφίπυλος: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφίπῠλος:''' двувратный ([[μέλαθρον]] Eur.). | |elrutext='''ἀμφίπῠλος:''' двувратный ([[μέλαθρον]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πύλη]]<br />with two entrances, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with two entrances, μέλαθρα E.Med.135 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο εἰσόδους, Εὐρ. Μήδ. 135.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, πύλη.
Spanish (DGE)
(ἀμφίπῠλος) -ον
con doble entrada y salida ἐπ' ἀμφιπύλου ... ἔσω μελάθρου en el vestíbulo E.Med.135, cf. Sch.ad loc.
Greek Monolingual
ἀμφίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πύλη.
Greek Monotonic
ἀμφίπῠλος: -ον (πύλη), με διπλή είσοδο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίπῠλος: двувратный (μέλαθρον Eur.).
Middle Liddell
πύλη
with two entrances, Eur.