ἀντιχόρηγος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ хорег-соперник (τινι Dem.). | |elrutext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ хорег-соперник (τινι Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[rival]] [[choragus]], Dem., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A rival choragus, And.4.20, D.21.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.
Greek Monolingual
ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.
Greek Monotonic
ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχόρηγος: ὁ хорег-соперник (τινι Dem.).