ἀπεράτωτος: Difference between revisions
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(1) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπεράτωτος:''' <b class="num">1)</b> беспредельный ([[ἄπειρος]] καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесцельный (ἡ [[πεπρωμένη]] Plut.). | |elrutext='''ἀπεράτωτος:'''<br /><b class="num">1)</b> беспредельный ([[ἄπειρος]] καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесцельный (ἡ [[πεπρωμένη]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰτ], ον,
A unbounded, Plu.2.424d, Dam.Pr.178; of fate (with play on πεπρωμένη), Plu.2.1056d.
German (Pape)
[Seite 287] unbegrenzt, Plut. def. orac. 26; so auch Symp. 8, 2, 3 für ἀπερώτατον zu lesen; unvollendet, nicht zum Ziele führend, ἡ πεπρωμένη ἀπεράτωτος de stoic. repugn. 47 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεράτωτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πέρατα, ἀπεριόριστος, Πλούτ. 2. 424Δ.
Spanish (DGE)
-ον
ilimitado, indeterminado ἄπειρον Plu.2.424d, 719d, Dam.Pr.178, ref. al Destino, Plu.2.1056d.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπεράτωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος
2. (για πόρτα) εκείνη που δεν έχει κλειστεί με τον περάτη, την αμπάρα
αρχ.
ο απεριόριστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεράτωτος:
1) беспредельный (ἄπειρος καὶ ἀ. Plut.);
2) бесцельный (ἡ πεπρωμένη Plut.).