γαυλικός: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γαυλικός:''' v. l. [[γαυλιτικός]] 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.). | |elrutext='''γαυλικός:''' v. l. [[γαυλιτικός]] 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of or for a [[merchant]] [[vessel]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a γαῦλος 11, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).
German (Pape)
[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.
Greek Monolingual
γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.
Greek Monotonic
γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γαυλικός: v. l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).