διασκοπιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασκοπιάομαι:''' <b class="num">1)</b> высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
|elrutext='''διασκοπιάομαι:''' <b class="num">1)</b> высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.
}}
}}

Revision as of 06:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκοπιάομαι Medium diacritics: διασκοπιάομαι Low diacritics: διασκοπιάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΟΠΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskopiáomai Transliteration B: diaskopiaomai Transliteration C: diaskopiaomai Beta Code: diaskopia/omai

English (LSJ)

   A watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε . . προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον . . διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.

German (Pape)

[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα

Greek (Liddell-Scott)

διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.

English (Autenrieth)

spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.

Spanish (DGE)

avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.

Greek Monotonic

διασκοπιάομαι: αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά, κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διασκοπιάομαι: 1) высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);
2) распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.