διαρραίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(1b) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.). | |elrutext='''διαρραίνομαι:''' растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Pass. to [[flow]] all ways, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).
Greek Monotonic
διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).
Middle Liddell
Pass. to flow all ways, Soph.