δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' трудный для опровержения (λόγοι Plat.). | |elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' трудный для опровержения (λόγοι Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]εξέλεγκτος, ον [[ἐξελέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to refute, Pl.Phd.85c (Sup.), Ptol.Tetr.164. II hard to discover, φάρμακα D.H.3.5.
German (Pape)
[Seite 679] 1) schwer zu widerlegen, Plat. Phaedr. 85 c. – 2) schwer zu entdecken, καὶ ἀφανῆ φάρμακα Dion. Hal. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξέλεγκτος: -ον, = δυσέλεγκτος, δυσκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ. Φαίδωνι 85D. ΙΙ. δυσκόλως ἀνακαλυπτόμενος, φάρμακα Διον. Ἁλ. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à convaincre, à réfuter.
Étymologie: δυσ-, ἐξελέγχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de refutar λόγοι Pl.Phd.85c, de pers., Ptol.Tetr.3.14.29.
2 difícil de descubrir φάρμακα D.H.3.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται
2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.
Greek Monotonic
δυσεξέλεγκτος: -ον (ἐξελέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξέλεγκτος: трудный для опровержения (λόγοι Plat.).
Middle Liddell
δυσ-εξέλεγκτος, ον ἐξελέγχω
hard to refute, Plat.