ἐγχρώζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
(2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+), ([a-zA-Z])" to "$1 $2, $3, $4")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐγχρώζω:''' и ἐγχρώννῡμι<br /><b class="num">1)</b> окрашивать (ἡ [[λευκότης]] ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> запечатлевать, проникать, pass. укореняться ([[πάθος]] ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).
|elrutext='''ἐγχρώζω:''' и ἐγχρώννῡμι<br /><b class="num">1)</b> окрашивать (ἡ [[λευκότης]] ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[запечатлевать]], [[проникать]], pass. укореняться ([[πάθος]] ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:06, 19 August 2022

German (Pape)

[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.

Greek Monolingual

ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχρώζω: и ἐγχρώννῡμι
1) окрашивать (ἡ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться (πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).