κρηνίς: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρηνίς:''' дор. [[κρανίς|κρᾱνίς]], ῖδος ἡ Eur. = [[κρηνίδιον]].
|elrutext='''κρηνίς:''' дор. [[κρανίς|κρᾱνίς]], ῖδος ἡ Eur. = [[κρηνίδιον]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32.    II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).

Greek Monotonic

κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνίς: дор. κρᾱνίς, ῖδος ἡ Eur. = κρηνίδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.