λαβρώνιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(3)
(2)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λαβρώνιον:''' τό и [[λαβρώνιος]] ὁ чаша, кубок Men.
|elrutext='''λαβρώνιον:''' τό и [[λαβρώνιος]] ὁ чаша, кубок Men.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">a large wide cup</b><br />Other forms: <b class="b3">-ιος</b> m. (Men., Diph., H.), <b class="b3">-ία</b> f. (Eust.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to Ath. 11, 484 c <b class="b3">ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον</b>; folketymology?
}}
}}

Revision as of 03:00, 3 January 2019

German (Pape)

[Seite 2] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.

Greek Monolingual

λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].

Russian (Dvoretsky)

λαβρώνιον: τό и λαβρώνιος ὁ чаша, кубок Men.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a large wide cup
Other forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; folketymology?