λαβρώνιος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ὁ, large wide cup, Men.503, Diph.80.1:—also λαβρωνία, ἡ, Eust.1066.3; λαβρώνιον, τό, Men.24.4, Hsch. (λαβρό- cod.); cf. λαβρόνιον.
German (Pape)
[Seite 2] ὁ, ein großer weiter Becher, mit Henkeln versehen, nach Ath. XI, 484 c ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος, mit Beispielen aus com., vgl. noch 500 e u. 784 a.
Greek (Liddell-Scott)
λαβρώνιος: ὁ, εἶδος Περσικοῦ ποτηρίου μεγάλου καὶ πλατέος ἔχοντος καὶ ὦτα μεγάλα (πιθαν. ἐκ τοῦ λαβή), Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 484C κἑξ.· ὡσαύτως ἀπαντῶσιν οἱ τύποι λαβρωνία, ἡ, (Εὐστ. 1066. 3), καὶ λαβρώνιον, τό, (Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4. 4).