λαβρότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = λαβροσύνη, Muson.Fr.18Bp.100 H., Ath.7.310f; λ. ἐν τῷ πίνειν Id.11.484c.
German (Pape)
[Seite 2] ητος, ἡ, = λαβροσύνη, Gefräßigkeit, Muson. bei Stob. fl. 18, 38; Ath. VII, 310 f; ἐν τῷ πίνειν XI, 484 c.
Greek (Liddell-Scott)
λαβρότης: -ητος, ἡ, = λαβροσύνη, Μουσών. παρὰ Στοβ. 166. 20, Ἀθήν. 310F· λ. ἐν τῷ πίνειν Ἀθήν. 484C.
Greek Monolingual
λαβρότης, -ητος, ἡ (Α) λάβρος
αδηφαγία, λαιμαργία («ὠνομάσθη δ' ὁ ἰχθύς παρὰ τὴν λαβρότητα», Αθήν.).