λεπτακινός: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λεπτᾰκῐνός:''' Anth. = [[λεπταλέος]]. | |elrutext='''λεπτᾰκῐνός:''' Anth. = [[λεπταλέος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λεπτᾰκῐνός, ή, όν [poetic for λεπτᾰλέος, Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, poet. for sq., AP11.102 (Ammian. or Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.
Greek Monolingual
λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].
Greek Monotonic
λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτᾰκῐνός: Anth. = λεπταλέος.
Middle Liddell
λεπτᾰκῐνός, ή, όν [poetic for λεπτᾰλέος, Anth.]