μεγαλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοεργός:''' стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = [[μεγαλοεργής]].
|elrutext='''μεγᾰλοεργός:''' стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = [[μεγαλοεργής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[μεγαλοεργής]], Plut.]
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργός Medium diacritics: μεγαλοεργός Low diacritics: μεγαλοεργός Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: megaloergós Transliteration B: megaloergos Transliteration C: megaloergos Beta Code: megaloergo/s

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργός, όν,

   A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. μεγαλουργής.

Greek Monolingual

μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργός: стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = μεγαλοεργής.

Middle Liddell

= μεγαλοεργής, Plut.]