μηχανιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνιώτης:''' ου ὁ искусник, ловкач HH.
|elrutext='''μηχᾰνιώτης:''' ου ὁ искусник, ловкач HH.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηχᾰνιώτης, ου, ὁ,<br />Hhymn.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνιώτης Medium diacritics: μηχανιώτης Low diacritics: μηχανιώτης Capitals: ΜΗΧΑΝΙΩΤΗΣ
Transliteration A: mēchaniṓtēs Transliteration B: mēchaniōtēs Transliteration C: michaniotis Beta Code: mhxaniw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A contriver, h.Merc.436.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.

Greek Monolingual

μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].

Greek Monotonic

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνιώτης: ου ὁ искусник, ловкач HH.

Middle Liddell

μηχᾰνιώτης, ου, ὁ,
Hhymn.