νάσσα: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new
(3) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και [[οπωσδήποτε]] από το ηώκαινο έως [[σήμερα]], που περιλαμβάνει [[πολλά]] υπογένη με όστρακο παχύ σε [[σχήμα]] κωνικής [[σπείρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nassa</i> «αλιευτικό [[καλάθι]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και [[οπωσδήποτε]] από το ηώκαινο έως [[σήμερα]], που περιλαμβάνει [[πολλά]] υπογένη με όστρακο παχύ σε [[σχήμα]] κωνικής [[σπείρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nassa</i> «αλιευτικό [[καλάθι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />νᾱσσα, ἡ (Α)<br />(<b>βοιωτ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νῆττα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
νάσσα: νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. ναίω.
French (Bailly abrégé)
v. ναίω¹.
English (Autenrieth)
see ναίω.
Greek Monolingual
(I)
η
ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa < νεολατ. nassa < λατ. nassa «αλιευτικό καλάθι»].
(II)
νᾱσσα, ἡ (Α)
(βοιωτ. τ.) βλ. νῆττα.
Greek Monotonic
νάσσα: Επικ. αντί ἔνασσα, αόρ. αʹ του ναίω
Α. II. -νάσσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.