συμβατήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμβᾰτήριος:''' примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).
|elrutext='''συμβᾰτήριος:''' примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).
}}
{{elnl
|elnltext=συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.
}}
}}

Revision as of 08:50, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰτήριος Medium diacritics: συμβατήριος Low diacritics: συμβατήριος Capitals: ΣΥΜΒΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: symbatḗrios Transliteration B: symbatērios Transliteration C: symvatirios Beta Code: sumbath/rios

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.

German (Pape)

[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monotonic

συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.