συμπαίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπαίστωρ:''' ορος ὁ Xen. v. l. = [[συμπαίκτωρ]].
|elrutext='''συμπαίστωρ:''' ορος ὁ Xen. v. l. = [[συμπαίκτωρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαίστωρ Medium diacritics: συμπαίστωρ Low diacritics: συμπαίστωρ Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΩΡ
Transliteration A: sympaístōr Transliteration B: sympaistōr Transliteration C: sympaistor Beta Code: sumpai/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = foreg., X.Cyr.1.3.14 (

   A v.l. -παίκτ-), AP6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v. l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Greek Monotonic

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v. l. = συμπαίκτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.