συμπαραμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(4)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπαραμιγνύω:''' смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).
|elrutext='''συμπαραμιγνύω:''' смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to mix in [[together]], Ar.
}}
}}

Revision as of 01:20, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.

Greek Monotonic

συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).

Middle Liddell

to mix in together, Ar.