Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιαροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τιᾱροειδής:''' тиарообразный ([[κρώβυλος]] Xen.).
|elrutext='''τιᾱροειδής:''' тиарообразный ([[κρώβυλος]] Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τιᾱρο-ειδής, ές<br />shaped like or like a [[tiara]], Xen.
}}
}}

Revision as of 01:53, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐᾱροειδής Medium diacritics: τιαροειδής Low diacritics: τιαροειδής Capitals: ΤΙΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: tiaroeidḗs Transliteration B: tiaroeidēs Transliteration C: tiaroeidis Beta Code: tiaroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like or shaped like a tiara, X.An.5.4.13.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τιᾱροειδής: ὁ ἔχων σχῆμα τιάρας ἢ ὅμοιος τιάρᾳ, κράνη.... ἐγγύτατα τιαροειδῆ Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de tiare.
Étymologie: τιάρα, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με τιάρακράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + -ειδής].

Greek Monotonic

τῐᾱροειδής: -ές, αυτός που έχει σχήμα τιάρας ή είναι όμοιος με τιάρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τιᾱροειδής: тиарообразный (κρώβυλος Xen.).

Middle Liddell

τιᾱρο-ειδής, ές
shaped like or like a tiara, Xen.