τεχνήμων: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεχνήμων:''' 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.). | |elrutext='''τεχνήμων:''' 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τεχνήμων]], ον, [[τέχνη]]<br />[[cunningly]] [[wrought]], αὐλοί Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A cunningly wrought, αὐλοί AP9.504. 2 skilful, of artists, Opp.C.1.326.
German (Pape)
[Seite 1103] gen. ονος, = τεχνήεις; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνήμων: -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 travaillé avec art;
2 ingénieux, habile.
Étymologie: τέχνη.
Greek Monolingual
-ῆμον, Α
1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων)].
Greek Monotonic
τεχνήμων: -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τεχνήμων: 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.).