ὑπεράφανος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπεράφᾰνος:''' (ᾱφ) дор. Pind. = [[ὑπερήφανος]]. | |elrutext='''ὑπεράφᾰνος:''' (ᾱφ) дор. Pind. = [[ὑπερήφανος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπερ-άφανος, ον, [doric for [[ὑπερήφανος]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερᾱφᾰνος
1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υπερήφανος.
Greek Monotonic
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράφᾰνος: (ᾱφ) дор. Pind. = ὑπερήφανος.
Middle Liddell
ὑπερ-άφανος, ον, [doric for ὑπερήφανος.]