διαπρηστεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(nl)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαπρηστεύω [διά, πίμπρημι] een uitbrander geven, uitvaren tegen, met πρός + acc.: διεπρήστευσε... τις... πρὸς τοὺς Σκύθας iemand gaf de Scythen een uitbrander Hdt. 4.79.
|elnltext=διαπρηστεύω [διά, πίμπρημι] een uitbrander geven, uitvaren tegen, met πρός + acc.: διεπρήστευσε... τις... πρὸς τοὺς Σκύθας iemand gaf de Scythen een uitbrander Hdt. 4.79.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[v. [[διαδρηστεύω]]
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρηστεύω Medium diacritics: διαπρηστεύω Low diacritics: διαπρηστεύω Capitals: ΔΙΑΠΡΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: diaprēsteúō Transliteration B: diaprēsteuō Transliteration C: diapristeyo Beta Code: diaprhsteu/w

English (LSJ)

   A v. διαδρηστεύω.

German (Pape)

[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v. l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρηστεύω: ἴδε ἐν λ. διαδρηστεύω.

Spanish (DGE)

dud., quizá montar en cólera διεπρήστευσε τῶν τις Βορυσθενεϊτέων πρὸς τοὺς Σκύθας Hdt.4.79.

Greek Monotonic

διαπρηστεύω: βλ. διαδρηστεύω.

Russian (Dvoretsky)

διαπρηστεύω: выдавать (Her. - v. l. διαδρηστεύω и διαδρηπετεύω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρηστεύω [διά, πίμπρημι] een uitbrander geven, uitvaren tegen, met πρός + acc.: διεπρήστευσε... τις... πρὸς τοὺς Σκύθας iemand gaf de Scythen een uitbrander Hdt. 4.79.

Middle Liddell

[v. διαδρηστεύω