κακόθρους: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ab) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend. | |elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκό-θρους, ουν<br />[[evil]]-[[speaking]], [[slanderous]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόθροος.
Greek Monolingual
κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, πολύ-θρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
Middle Liddell
κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.