καταπνοή: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem. | |elnltext=κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταπνοή]], ἡ, [[καταπνέω]]<br />a blowing, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.
Greek Monolingual
καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).
Greek Monotonic
καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
καταπνοή: дор. καταπνοά ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.