κρόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] [[oud paard]].
}}
}}

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Greek Monolingual

κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.