περιπλάνιος: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend. | |elnltext=περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-πλά˘νιος, ον, [[πλάνη]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. for
A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.
Greek Monotonic
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
περιπλάνιος: Anth. = περιπλανής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend.
Middle Liddell
περι-πλά˘νιος, ον, πλάνη, Anth.]