πολύχρους: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(nl)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πολύχρους
|Medium diacritics=πολύχρους
|Low diacritics=πολύχρους
|Capitals=ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=polýchrous
|Transliteration B=polychrous
|Transliteration C=polychrous
|Beta Code=polu/xrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[πολύχροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πολύχροος]], -η, -ο, Ν, και [[πολύχροος]], -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]], ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πολύχροος]], -η, -ο, Ν, και [[πολύχροος]], -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]], ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
}}
}}

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρους Medium diacritics: πολύχρους Low diacritics: πολύχρους Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ
Transliteration A: polýchrous Transliteration B: polychrous Transliteration C: polychrous Beta Code: polu/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.