συμπροΐημι: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=συμπροΐημι | |||
|Medium diacritics=συμπροΐημι | |||
|Low diacritics=συμπροίημι | |||
|Capitals=ΣΥΜΠΡΟΙΗΜΙ | |||
|Transliteration A=symproḯēmi | |||
|Transliteration B=symproiēmi | |||
|Transliteration C=symproiimi | |||
|Beta Code=sumproi+/hmi | |||
|Definition=in ''Med.'', [[join in paying]], of a bank official, BGU 1748.4 (i BC), al. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπροΐημι''': [[συμπροπέμπω]], [[προπέμπω]], Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439. | |lstext='''συμπροΐημι''': [[συμπροπέμπω]], [[προπέμπω]], Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439. |
Revision as of 15:55, 1 February 2021
English (LSJ)
in Med., join in paying, of a bank official, BGU 1748.4 (i BC), al.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].
Russian (Dvoretsky)
συμπροΐημι: выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).