διεκδύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεκδύομαι:''' αόρ. βʹ <i>διεξέδυν</i>, [[ξεγλιστρώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''διεκδύομαι:''' αόρ. βʹ <i>διεξέδυν</i>, [[ξεγλιστρώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 διεξέδυν<br />to [[slip]] out [[through]], c. acc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.),
A slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.
Greek (Liddell-Scott)
διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν· - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52· δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
Spanish (DGE)
huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.
Greek Monotonic
διεκδύομαι: αόρ. βʹ διεξέδυν, ξεγλιστρώ ανάμεσα, με αιτ., σε Πλούτ.