λιμνόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών τών ακτών που ανήκει στην [[οικογένεια]] scolopacidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>limno</i>-<i>dromus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>limno</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>dromus</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιμνόδρομος]], ὁ (Α)<br />[[πλους]] σε [[λίμνη]] («[[λιμνόδρομος]] πλοίοις», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών τών ακτών που ανήκει στην [[οικογένεια]] scolopacidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>limno</i>-<i>dromus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>limno</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>dromus</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιμνόδρομος]], ὁ (Α)<br />[[πλους]] σε [[λίμνη]] («[[λιμνόδρομος]] πλοίοις», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:31, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος πτηνών τών ακτών που ανήκει στην οικογένεια scolopacidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limno-dromus < limno- (< λίμνη) + -dromus (< δρόμος)].
(II)
λιμνόδρομος, ὁ (Α)
πλους σε λίμνηλιμνόδρομος πλοίοις», Ιω. Χρυσ.).