ναυσιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ναυσῐπόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> плывущий на кораблях ([[στρατός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).
|elrutext='''ναυσῐπόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> плывущий на кораблях ([[στρατός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[ναυσίπορος]]<br /><b class="num">1.</b> act. [[passing]] in a [[ship]], [[seafaring]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> causing a [[ship]] to [[pass]], of oars, Eur.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait marcher un navire.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυσιπόρος, -ον)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος
αρχ.
(για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπόρος:
1) плывущий на кораблях (στρατός Eur.);
2) приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναυσίπορος
1. act. passing in a ship, seafaring, Eur.
2. causing a ship to pass, of oars, Eur.