καινόταφος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1ab)
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tombeau d’une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
|btext=ος, ον :<br />tombeau d'une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 23 August 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tombeau d'une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.

Greek Monolingual

καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.

Greek Monotonic

καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καινότᾰφος: (о могиле) новой формы, необычного вида: σχῆμα καινόταφον Anth. необычная могила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόταφος -ον [καινός, τάφος] van een nieuw soort begrafenis:. σχήματι καινοτάφῳ in een nieuwe vorm van begraven AP 7.686.4.

Middle Liddell

καινό-τᾰφος, ον
of a new tomb, Anth.