γομφοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(1a)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />fastened with bolts, well-bolted, Ar.
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />fastened with bolts, well-bolted, Ar.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γομφοπαγής]] -ές [[γόμφος]], [[πήγνυμι]] verbonden door pinnen, in elkaar gespijkerd :. ῥήματα γομφοπαγῆ in elkaar gespijkerde woorden Aristoph. Ran. 824.
}}
}}

Revision as of 18:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφοπᾰγής Medium diacritics: γομφοπαγής Low diacritics: γομφοπαγής Capitals: ΓΟΜΦΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gomphopagḗs Transliteration B: gomphopagēs Transliteration C: gomfopagis Beta Code: gomfopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.

German (Pape)

[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.

Greek (Liddell-Scott)

γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.

Spanish (DGE)

(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.

Greek Monolingual

-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].

Greek Monotonic

γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γομφοπᾰγής: ирон. сколоченный гвоздями, т. е. искусственно составленный (ῥήματα Arph.).

Middle Liddell

πήγνυμι
fastened with bolts, well-bolted, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γομφοπαγής -ές γόμφος, πήγνυμι verbonden door pinnen, in elkaar gespijkerd :. ῥήματα γομφοπαγῆ in elkaar gespijkerde woorden Aristoph. Ran. 824.