γεωγράφος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(1a) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[γεωγράφος]], ο<br />Α και ως επίθ. [[γεωγράφος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη [[γεωγραφία]]<br /><b>μσν.</b><br / | |mltxt=ο, η (ΑΜ [[γεωγράφος]], ο<br />Α και ως επίθ. [[γεωγράφος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη [[γεωγραφία]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γεωγράφος]]<br />ο Στράβων. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 488] erdbeschreibend, ὁ, der Geograph; so heißt bes. Strabo bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
γεωγράφος: [ᾰ], -ον, (γῆ, γράφω) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ γεωγράφος, ὁ Στράβων, συχν. παρ᾿ Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géographe.
Étymologie: γῆ, γράφω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ geógrafo Str.1.1.16, ref. a Artemidoro efesio, Marcian.Peripl.1 proem.
•ὁ Γ. ref. a Estrabón, Eust.in D.P.11
•οἱ Γεωγράφοι Los Geógrafos tít. de una comedia de Anaxándrides, Poll.10.59, tb. llamada Ζῳγράφοι q.u.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ γεωγράφος, ο
Α και ως επίθ. γεωγράφος, -ον)
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη γεωγραφία
μσν.
ο γεωγράφος
ο Στράβων.
Greek Monotonic
γεωγράφος: [ᾰ], ὁ (γῆ, γράφω), αυτός που καταγράφει την περιγραφή της γης.
Middle Liddell
[γῆ, γράφω
a geographer.