Στερόπης: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Στερόπης | |||
|Medium diacritics=Στερόπης | |||
|Low diacritics=Στερόπης | |||
|Capitals=ΣΤΕΡΟΠΗΣ | |||
|Transliteration A=Sterópēs | |||
|Transliteration B=Steropēs | |||
|Transliteration C=Steropis | |||
|Beta Code=*stero/phs | |||
|Definition=ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. ''Th.'' 140, Call. ''Dian.'' 68. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Στερόπης''': -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, [[ὄνομα]] ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68. | |lstext='''Στερόπης''': -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, [[ὄνομα]] ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68. |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. Th. 140, Call. Dian. 68.
Greek (Liddell-Scott)
Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.
Greek Monolingual
ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.
Greek Monotonic
Στερόπης: -ου, ὁ, Στερόπης, Αστράπτων, όνομα ενός από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Στερόπης: ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes.
Middle Liddell
Στερόπης, ου, ὁ,
lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes.