Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έλατο: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. <i>το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. ο [[έλατος]] οφείλεται στη μεγεθυντική του [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> [[βρόντος]]-[[βροντή]], [[πεύκος]]-[[πεύκη]] <b>κ.ά.</b>). Τέλος το ουδ. [[ελάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ελάτη]]].
|mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. ο [[έλατος]] οφείλεται στη μεγεθυντική του [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> [[βρόντος]]-[[βροντή]], [[πεύκος]]-[[πεύκη]] <b>κ.ά.</b>). Τέλος το ουδ. [[ελάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ελάτη]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το και έλατος, ο και ελάτι, το (AM ἐλάτη, η
Μ και ἔλατος, ο)
κωνοφόρο δέντρο
αρχ.
1. κούπα από έλατο
2. το περικάλυμμα του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η σύνδεση με αρμ. elew-in «κέδρος», ρωσ. jalov-ec και jelen-ec «άρκευθος» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το έλατο(ν), πιθ. από τον πληθ. τα έλατα (πρβλ. πεύκο(ν), πεύκα), σχηματίστηκε είτε κατά τον γενικό χαρακτηρισμό «τα δένδρα» είτε αναλογικά προς τους αρχαίους πληθυντικούς τα σίτα, τα κέλευθα. Το αρσ. γένος στον τ. ο έλατος οφείλεται στη μεγεθυντική του σημασία (πρβλ. βρόντος-βροντή, πεύκος-πεύκη κ.ά.). Τέλος το ουδ. ελάτι < ελάτ-ιον, υποκορ. του ελάτη].