κουρνιαχτός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κορνιαχτός]] και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)<br />[[σκόνη]], [[κονιορτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κο</i>(<i>υ</i>)<i>ρνιαχτός</i> σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. [[κονιορτός]] ως [[εξής]]: [[κονιορτός]] > <i>κορνιοτός</i>, με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ. <i>κορνιορτός</i> > <i>κορνιοχτός</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>ρτ</i>- σε -<i>χτ</i>- λόγω του προηγουμένου -<i>ρ</i>- ( | |mltxt=και [[κορνιαχτός]] και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)<br />[[σκόνη]], [[κονιορτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κο</i>(<i>υ</i>)<i>ρνιαχτός</i> σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. [[κονιορτός]] ως [[εξής]]: [[κονιορτός]] > <i>κορνιοτός</i>, με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ. <i>κορνιορτός</i> > <i>κορνιοχτός</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>ρτ</i>- σε -<i>χτ</i>- λόγω του προηγουμένου -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. <i>χερόχτι</i> «[[γάντι]]» <span style="color: red;"><</span> <i>χειρόρτι</i>)<br />[[κορνιαχτός]], -<i>κτός</i> με παρετυμολογική [[επίδραση]] του συγγενούς σημασιολ. [[στάχτη]] / [[στάκτη]]<br />ο τ. [[κουρνιαχτός]] προήλθε [[προφανώς]] με [[κώφωση]] (<i>κο</i>- > <i>κου</i>-)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)
σκόνη, κονιορτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > κορνιοτός, με μετάθεση του -ρ- από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ. κορνιορτός > κορνιοχτός, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος -ρτ- σε -χτ- λόγω του προηγουμένου -ρ- (πρβλ. χερόχτι «γάντι» < χειρόρτι)
κορνιαχτός, -κτός με παρετυμολογική επίδραση του συγγενούς σημασιολ. στάχτη / στάκτη
ο τ. κουρνιαχτός προήλθε προφανώς με κώφωση (κο- > κου-)].