ὀνοκένταυρος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{LSJ1 | ||
|High diacritics=ὀνοκένταυρος | |High diacritics=ὀνοκένταυρος | ||
|Medium diacritics=ὀνοκένταυρος | |Medium diacritics=ὀνοκένταυρος |
Revision as of 15:12, 2 February 2019
English (LSJ)
onocentaur, onocentaurus, ass-centaur, donkey-centaur, tailless ape, demon
German (Pape)
[Seite 348] ὁ, Eselskentaur, ungeschwänzte Affenart.
Greek Monolingual
ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].