καταργώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM καταργῶ, -έω)<br />[[συντελώ]] ώστε να παύσει να ισχύει [[κάτι]], [[θέτω]] [[κάτι]] [[εκτός]] ισχύος, [[καταλύω]], [[ακυρώνω]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατάργησε το παλιό [[σύστημα]] της φορολογίας» β. «μὴ ἡ [[ἀπιστία]] αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM καταργῶ, -έω)<br />[[συντελώ]] ώστε να παύσει να ισχύει [[κάτι]], [[θέτω]] [[κάτι]] [[εκτός]] ισχύος, [[καταλύω]], [[ακυρώνω]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατάργησε το παλιό [[σύστημα]] της φορολογίας» β. «μὴ ἡ [[ἀπιστία]] αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργήσει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσχεραίνω]] μια [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[οκνηρός]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], δεν [[τελεσφορώ]] («νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αφορίζω]], [[αναθεματίζω]]<br /><b>5.</b> [[περιφρονώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατηργηκέναι τοὺς καιρούς» — να μη χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀργῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] (ΙΙ)].<br /><b>(II)</b><br />καταργῶ και κατεργῶ (Μ)<br />[[αναθεματίζω]], [[καταριέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταριέμαι]] (το ημίφωνο του οποίου εξελήφθη ως ουρανικό -<i>γ</i>-), [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>εξομολογιέμαι</i>: [[εξομολογώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
(I)
(AM καταργῶ, -έω)
συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα της φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργήσει», ΚΔ)
αρχ.
1. δυσχεραίνω μια εργασία
2. είμαι οκνηρός
3. κάνω κάτι χωρίς αποτέλεσμα, δεν τελεσφορώ («νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως», ΚΔ)
4. αφορίζω, αναθεματίζω
5. περιφρονώ κάποιον ή κάτι
6. φρ. «κατηργηκέναι τοὺς καιρούς» — να μη χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀργῶ < ἀργός (ΙΙ)].
(II)
καταργῶ και κατεργῶ (Μ)
αναθεματίζω, καταριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταριέμαι (το ημίφωνο του οποίου εξελήφθη ως ουρανικό -γ-), κατά το σχήμα εξομολογιέμαι: εξομολογώ].