μεταγίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεταγίνομαι | |||
|Medium diacritics=μεταγίνομαι | |||
|Low diacritics=μεταγίνομαι | |||
|Capitals=ΜΕΤΑΓΙΝΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=metagínomai | |||
|Transliteration B=metaginomai | |||
|Transliteration C=metaginomai | |||
|Beta Code=metagi/nomai | |||
|Definition=later form for [[μεταγίγνομαι]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ματαγίνομαι (ΑM [[μεταγίγνομαι]] και [[μεταγίνομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] εκ νέου, [[ξαναγίνομαι]], αναδημιουργούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[κάτι]] διαφορετικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> μεταφέρομαι, απάγομαι [[μακριά]] («Ἱερεμίας ὁ [[προφήτης]] ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῑν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.). | |mltxt=και ματαγίνομαι (ΑM [[μεταγίγνομαι]] και [[μεταγίνομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] εκ νέου, [[ξαναγίνομαι]], αναδημιουργούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[κάτι]] διαφορετικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> μεταφέρομαι, απάγομαι [[μακριά]] («Ἱερεμίας ὁ [[προφήτης]] ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῑν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 January 2021
English (LSJ)
later form for μεταγίγνομαι.
Greek Monolingual
και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι)
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι
μσν.
γίνομαι κάτι διαφορετικό
αρχ.
1. γίνομαι κατόπιν
2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῑν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).