περίνεον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[περίναιον]], τὸ, [[περίνεος]] και [[περίναιος]], ὁ, Α<br />η [[περιοχή]] που αποτελεί τη [[βάση]] της ελάσσονος πυέλου, [[δηλαδή]] της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο [[πρωκτός]] («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ [[ἐντός]], [[περίνεος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>oἱ περίναιοι</i><br />τα ανδρικά γεννητικά όργανα<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν.) τὸ [[περίναιον]]<br />το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. [[περί]] και το ρ. [[ἰνάω]] / [[ἰνέω]] «[[αδειάζω]], [[καθαρίζω]]» με [[επίθημα]] -<i>ιος</i> (-<i>εος</i>) / -<i>αιος</i>. Δηλώνει το [[μέρος]] του σώματος από όπου γίνεται η [[αφόδευση]], η [[εκκένωση]] του εντέρου].
|mltxt=[[περίνεον]], το, ΝΜΑ, και [[περίναιον]], τὸ, [[περίνεος]] και [[περίναιος]], ὁ, Α<br />η [[περιοχή]] που αποτελεί τη [[βάση]] της ελάσσονος πυέλου, [[δηλαδή]] της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο [[πρωκτός]] («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ [[ἐντός]], [[περίνεος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>oἱ περίναιοι</i><br />τα ανδρικά γεννητικά όργανα<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν.) τὸ [[περίναιον]]<br />το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. [[περί]] και το ρ. [[ἰνάω]] / [[ἰνέω]] «[[αδειάζω]], [[καθαρίζω]]» με [[επίθημα]] -<i>ιος</i> (-<i>εος</i>) / -<i>αιος</i>. Δηλώνει το [[μέρος]] του σώματος από όπου γίνεται η [[αφόδευση]], η [[εκκένωση]] του εντέρου].
}}
}}

Revision as of 20:33, 9 January 2022

German (Pape)

[Seite 583] τό, der Raum zwischen dem After u. der Wurzel des männlichen Gledes, auch περίναιον geschrieben, Hippodcr. u. a. Medic.

Greek Monolingual

περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].