συνωφρυωμένος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synofryomenos
|Transliteration C=synofryomenos
|Beta Code=sunwfruwme/nos
|Beta Code=sunwfruwme/nos
|Definition= [[συνωφρυωμένος]]/[[συνωφρυωμένη]] or [[ξυνωφρυωμένος]]/[[ξυνωφρυωμένη]] = [[frowning]], [[frowned]], [[scowling]], [[gloomy]], [[anxious]], [[with meeting eyebrows]], [[with knitted brow]], [[with knitted brows]], [[overcast]], [[sullen]], [[pensive]]. See also: [[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], [[σύνοφρυς]]. Etymology: [[σύν]], [[ὀφρύς]].
|Definition= [[συνωφρυωμένος]]/[[συνωφρυωμένη]] or [[ξυνωφρυωμένος]]/[[ξυνωφρυωμένη]] = [[frowning]], [[frowned]], [[scowling]], [[gloomy]], [[anxious]], [[with meeting eyebrows]], [[with knitted brow]], [[with knitted brows]], [[overcast]], [[sullen]], [[pensive]]. Synonym: [[σύνοφρυς]]. See also: [[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]]. Etymology: [[σύν]], [[ὀφρύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
}}
}}

Revision as of 14:44, 25 September 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωφρυωμένος Medium diacritics: συνωφρυωμένος Low diacritics: συνωφρυωμένος Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: synōphryōménos Transliteration B: synōphryōmenos Transliteration C: synofryomenos Beta Code: sunwfruwme/nos

English (LSJ)

συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with meeting eyebrows, with knitted brow, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. Synonym: σύνοφρυς. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.