сокрушать: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λικμάω]], [[ἀλαπάζω]], [[θραύω]], [[συνάγνυμι]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ἀποθρύπτω]], [[ῥαχίζω]], [[χαλέπτω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ῥαίω]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ὑπολύω]], [[καταλύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[συνθρανόω]], [[διασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[τρώω]], [[ὑπερείπω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[συνθρύπτω]], [[συναλοάω]] | |rueltext=[[σκεδάννυμι]], [[κακόω]], [[ἀναιρέω]], [[λικμάω]], [[ἀλαπάζω]], [[θραύω]], [[συνάγνυμι]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ἀποθρύπτω]], [[ῥαχίζω]], [[χαλέπτω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ῥαίω]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ὑπολύω]], [[καταλύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[συνθρανόω]], [[διασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[τρώω]], [[ὑπερείπω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[συνθρύπτω]], [[συναλοάω]], [[συναράσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 15 October 2019
Russian > Greek
σκεδάννυμι, κακόω, ἀναιρέω, λικμάω, ἀλαπάζω, θραύω, συνάγνυμι, ταράσσω, ταράττω, ἀποθρύπτω, ῥαχίζω, χαλέπτω, ῥήγνυμι, ῥηγνύω, ῥαίω, συνθραύω, διαθρύπτω, ὑπολύω, καταλύω, κατερείπω, κατερειπόω, συνθρανόω, διασπάω, τιτρώσκω, τρώω, ὑπερείπω, καθαιρέω, καταιρέω, συνθρύπτω, συναλοάω, συναράσσω