ἀλαπάζω

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰπάζω Medium diacritics: ἀλαπάζω Low diacritics: αλαπάζω Capitals: ΑΛΑΠΑΖΩ
Transliteration A: alapázō Transliteration B: alapazō Transliteration C: alapazo Beta Code: a)lapa/zw

English (LSJ)

[ᾰλ], Ep. impf. ἀλάπαζον Il.11.503: fut. -άξω 2.367, A.Ag.130 (anap.): Ep. aor. ἀλάπαξα Il.11.750, Thgn.951:—Pass., Il.24.245:—empty, drain, exhaust, Od. 17.424; ἀ. πόλιν sack, plunder, Il.2.367; of men, overpower, destroy, 5.166, 31.503, al.: metaph., [οἶνος] ἐκ κραδίης ἀνίας ἀνδρῶν ἀ. Panyas.14. (ἀ- euph., cf. λαπάσσω.)

Spanish (DGE)

(ἀλᾰπάζω)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [fut. ἀλαπάξω Il.2.367, inf. fut. ἀλαπαξέμεν Call.Dian.251; aor. ἀλάπαξα Il.11.750]
1 vaciar, deshacer, aniquilar στίχας ἀνδρῶν Il.5.166, φάλαγγας Il.11.503
de pers. individuales matar, Il.11.750
exterminar βρωτηρῶν γένος Orph.L.599
abs. acabar con todo, Od.17.424, 19.80.
2 saquear, destruir πόλιν Il.2.367, 24.245, Hes.Fr.211.5, Thgn.951, ἄστυ Il.9.136, Ἰαωλκόν Hes.Fr.212(b).7, θέμειλον Call.Dian.251.
3 deshacer, acabar con (οἶνος) ἐκ κραδίης ἀνίας ἀνδρῶν ἀλαπάζει Panyas.19.
• Etimología: Etim. desconocida.

German (Pape)

[Seite 89] fut. ἀλαπάξω Hom. Iliad. 2, 367 Aeschyl. Ag. 130, aor. ἀλάπαξα Hom. Iliad. 9, 136. 278. 328. 11, 750 Od. 17, 424. 19, 80, ausleeren; verwandt λαπάζω, λαφύσσω, ἀφύσσω, λάπτω, ἁρπάζω; vgl. καλύπτω κρύπτω; s. Athen. 8, 362 f; – Iliad. 2, 367. 9, 136. 278. 328. 24, 245 πόλιν (πόλεις, ἄστυ) ἀλαπάζειν, eine Stadt erobern u. zerstören; die Bewohner werden als Sklaven weggeführt; Iliad. 5, 166. 11, 503 στίχας ἀνδρῶν (φάλαγγας) ἀλαπάζειν, die Reihen lichten, durch das Tödten der einzelnen Krieger; Iliad. 11, 750 Ἀκτορίωνε ἀλάπαξα, tödten; 12, 67 τοὺς ἀλαπάζει Ζεύς, zu Grunde richten, Od. 17, 424. 19, 80 ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων, ἤθελε γάρ που, nahm mir mein Vermögen; – Panyas. bei Athen. 2, 37 b vom Weine πάσας δ' ἐκ κραδίας ἀνίας ἀνδρῶν ἀλαπάζει.

French (Bailly abrégé)

1 détruire, anéantir;
2 ruiner, piller, saccager.
Étymologie: ἀ- prosth., λαπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαπάζω, ep. imperf. ἀλάπαζον; ep. aor. ἀλάπαξα, vernietigen, verwoesten; van personen afmaken.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾰπάζω:
1 истощать, сокрушать, уничтожать, губить (τινά, φάλαγγας, στίχας ἀνδρῶν Hom.);
2 разорять, разрушать (πόλιν Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: drain, plunder, destroy (Hom.),
Other forms: aor. ἀλάπαξα, fut. ἀλαπάξω. Aesch. twice (Th. 47, 531) future λαπάξειν (Ag. 130 doubtful); pres. λαπάσσω is used as a medical term, empty.
Derivatives: ἀλαπαδνός with analogical -δ- (Schwyzer 489) exhausted, feeble, mostly with negation (Hom.); A. Eu. 562 prob. has λαπαδνόν (cod. λέπ-) = ἀλαπαδνόν. λαπάζειν ἐκκενοῦν... H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with Skt. álpa- small, Lith. alpstù faint is difficult. The prothetic vowel points to a substr. word. Fur. 371 compare λαπαρός (as ἀκιδνός: ἀκιρός); semant. not evident. The structure of the word is hardly IE. The original meaning seems to have been empty; cf. the compounds with ἐξ-. - One compares λάπαθος, λαπάρη (hardly correct).

Middle Liddell

[From Root !λαπ, with α prefixed, cf. λαπάσσω.]
to empty, drain, exhaust, Od.; ἀλ. πόλιν to plunder it, Il.; and of men, to destroy, Il.

English (Autenrieth)

ipf. ἀλάπαζε, fut. -ξω, aor. ἀλάπαξα: empty, drain, esp. with πόλιν, sack; then of ships, men, etc., ‘destroy,’ ‘slay.’

Greek Monolingual

ἀλαπάζω (Α)
1. αδειάζω, εξαντλώ
2. καταβάλλω, κατανικώ
3. εκπορθώ, λεηλατώ
4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το - δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή της λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό - είναι προθεματικό στοιχείο από υστερογενή ανάπτυξη ή συστατικό του θέμ. που αργότερα σιγήθηκε. [Πρβλ. λ.χ. τ. μέλλοντα λαπάξω στον Αισχύλο
ενεστ. τ. λαπάσσω «αδειάζω», ιατρ. όρο
γλώσσα λαπάζειν «ἐκκενοῦν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὄρυγμα» στον Ησύχιο και λαπαδνόν (= ἀλαπαδνόν) στις Ευμενίδες του Αισχύλου]. Οπωσδήποτε, η χρήση του τ. ἀλαπάζω ιδίως μετά τον Ὀμηρο, είναι πολύ περιορισμένη, συσχετίζεται δε ετυμολογικά με τις λέξεις λάπαθος, λαπάρη κ.τ.ό., ενώ από άλλους συνδέεται με το σανσκρ. alpa- «μικρός» και το λιθ. alpstu «αποκάμνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαπαδνός.

Greek Monotonic

ἀλᾰπάζω: [ᾰλ], Επικ. παρατ. ἀλάπαζαν· μέλ. -άξω· Επικ. αόρ. αʹ ἀλάπαξα· αδειάζω, στραγγίζω, εξαντλώ, σε Ομήρ. Οδ.· ἀλ.πόλιν, την λεηλατώ, σε Ομήρ. Ιλ.· και για άνδρες, καταστρέφω, στο ίδ. (Από τη √ΛΑΠ, με προθεματικό α, πρβλ. λαπάσσω).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰπάζω: [ᾰλ], Ἐπ., παρατ. ἀλάπαζον, Ἰλ. Λ. 503: ― μέλλ. -άξω, Β. 367, Αἰσχύλ.: Ἐπ. ἀόρ. ἀλάπαξα, Λ. 750, Θέογν. 951: ― Παθ., Ἰλ. Ω. 245: ― ἀόρ. ἀλαπάχθην (ἐξ-), Χρησμ. Σιβυλλ., Κενῶ, «ἀδειάζω», ἐξαντλῶ, Ὀδ. Ρ. 424· ἀλ. πόλιν, κυριεύωδιαρπάζω αὐτήν, Ἰλ. Β. 367· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, κατανικῶ, καταστρέφω, Ε. 166. Λ. 503, καὶ ἀλλ.: ― μεταφ. (οἶνος) ἐκ κραδίης ἀνίας ἀνδρῶν ἀλ., Πανύασ. παρ’ Αθην. 37Β. ― Ἐπ. λέξ. (πρβλ. ἐξαλαπάζω), ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλῳ· ἄνευ τοῦ α εὐφων. (πρβλ. ἀλαπαδνός), λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ, Θήβ. 47. 531· καὶ ὁ Τρικλιν. ἔγραφε κτήνη... Μοῖρα λαπάξει (ἀντὶ Μοῑρ’ ἀλαπάξει) ἐν Ἀγ. 130. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΛΑΠ μετὰ προθεματικοῦ α· πρβλ. λαπάσσω· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. διστάζει νὰ σχετίσῃ τὰς λέξεις ταύτας πρὸς τὸ λάπτω, ὃ ἴδε).

Frisk Etymology German

ἀλαπάζω: {alapázō}
Forms: Aor. ἀλάπαξα, Fut. ἀλαπάξω.
Grammar: v.
Meaning: zerstören, erschöpfen, plündern (vorw. Hom.),
Derivative: Davon ἀλαπαδνός mit analogisch eingeführtem -δ- (Schwyzer 489) aufgerieben, schwach, meistens mit Negation (Hom., Hes.). Ableitung ἀλαπαδνοσύνη (Q. S.). — Im selben Sinne gebraucht Aisch. zweimal (Th. 47, 531) das Futurum λαπάξειν (Ag. 130 zweifelhaft); das Präsens λαπάσσω wird von den Medizinern als terminus technicus ausleeren verwendet. Bei A. Eu. 562 liest man nach Musgrave λαπαδνόν (cod. λέπ-) = ἀλαπαδνόν. Zu bemerken noch λαπάζειν· ἐκκενοῦν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὄρυγμα H.
Etymology: Etymologisch dunkel; gegen Ficks (14, 5) Anknüpfung an aind. álpa- klein, lit. alpstù verschmachten, ohnmächtig werden mit Recht WP. 1, 92, Pok. 33. Weitere Lit. ebenda und bei Bq. Ob das anl. ἀ- prothetisch hinzugefügt oder sekundär verlorengegangen ist, läßt sich kaum entscheiden. Vgl. λαπάρη.
Page 1,64

Mantoulidis Etymological

(=ἀδειάζω, κατανικῶ). Προθεματικό α + λαπάζω (=ἀδειάζω), ἀπό τή ρίζα λαπ-. Ἀπό την ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἀλαπαδνός (=αὐτός πού εὔκολα καταβάλλεται), ἀλαπαδνοσύνη.