отставать: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προαφίσταμαι]], [[ἀφυστερέω]], [[καθυστερέω]], [[προαπολείπω]], [[ἐρωέω]] | |rueltext=[[προσοφείλω]], [[προαφίσταμαι]], [[ἀφυστερέω]], [[καθυστερέω]], [[προαπολείπω]], [[ἐρωέω]], [[ἀφίστημι]], [[ὑστερίζω]], [[ἐλλείπω]], [[ὑστερέω]], [[ἐγκαταλείπω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 15 October 2019
Russian > Greek
προσοφείλω, προαφίσταμαι, ἀφυστερέω, καθυστερέω, προαπολείπω, ἐρωέω, ἀφίστημι, ὑστερίζω, ἐλλείπω, ὑστερέω, ἐγκαταλείπω